-ισμένος

-ισμένος
-η, -ο
παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τού παθ. παρακμ. -μένος (πρβλ. λυ-μένος, πλυ-μένος) από το θ. σε -ισ- τού αορ. τών ρ. σε -ίζω (πρβλ. πότ-ισ-α: ποτ-ισ-μένος, τά-ϊσ-α: τα-ϊσ-μένος). Χρησιμοποιήθηκε αναλογικά και στη μτχ. τού παθ. παρακμ. και άλλων ρ. εκτός από εκείνα με θ. αορ. σε -ισ- (πρβλ. αγανακτ-ισμένος < αγανάκτ-ησ-α, ευ-τυχ-ισμένος < ευ-τύχ-ησ-α, σοκαρ-ισμένος < σοκάρ-ησ-α, φρεσκαρ-ισμένος < φρεσκάρ-ησ-α) κατά το σχήμα ποτ-ισμένος: πότ-ισ-α.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευτυχισμένος — η, ο βλ. ευτυχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού ευτυχώ με κατάλ. ισμένος*, αντί ημένος] …   Dictionary of Greek

  • καλοτεχνισμένος — καλοτεχνισμένος, η, ον (Μ) (για στρατιώτες) εκπαιδευμένος, γυμνασμένος καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + τέχνη, με επίδραση τής μτχ. σε ισμένος] …   Dictionary of Greek

  • καλοφακιολισμένος — καλοφακιολισμένος, ον (Μ) (για γυναίκα) αυτή που έχει ωραία δεμένο το φακιόλι, το κάλυμμα τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + φακιόλι, κατά τις μτχ. σε ισμένος] …   Dictionary of Greek

  • μυριομεριμνημένος — και μυριομεριμνισμένος, η, ον (Μ) 1. αυτός που τόν απασχολούν πολλές σκέψεις, πολλές φροντίδες 2. αυτός που ταράζεται από μεγάλη ανησυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μεριμνημένος, μτχ. παρακμ. τού μεριμνώ. Ο τ. μυριομεριμνισμένος αναλογικά προς… …   Dictionary of Greek

  • οζοντίζω — και οζονίζω χημ. 1. μετατρέπω σε όζον ή εμπλουτίζω με όζον 2. διαποτίζω ένα σώμα με όζον για να το αποστειρώσω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) οζον(τ)ισμένος, η, ο εμπλουτισμένος με όζον ή μετασχηματισμένος σε όζον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ …   Dictionary of Greek

  • τεκτονισμένος — η, ο, Ν γεωλ. (για πέτρωμα, σχηματισμό ή γεωλογική ζώνη) αυτός που έχει υποστεί τεκτονικές διεργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tectonise (< τέκτων, ονος), το οποίο αποδόθηκε στην Ελληνική με τον τ. τεκτονισμένος, κατά τις μτχ. σε… …   Dictionary of Greek

  • φορμαρισμένος — η, ο, Ν (για πράγμ.) διαμορφωμένος, σχηματισμένος 2. (για προσ.) αυτός που βρίσκεται σε φόρμα, σε καλή φυσική κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορμάρω + κατάλ. ισμένος τών μτχ. τών ρ. σε ίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • (αι)ματοκυλίζω — και (αι)ματοκυλώ ισα, ίστηκα, ισμένος τραυματίζω, σκοτώνω: Οι επιδρομείς ματοκύλισαν τον τόπο. ματοκυλίζω ματοκύλισα, ματοκυλισμένος, αιματοκυλίζω, σφάζω: Οι κατακτητές ματοκύλισαν όλη την περιοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιχμαλωτίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. πιάνω αιχμάλωτο: Στη μάχη εκείνη αιχμαλωτίσαμε κάμποσους εχθρούς. 2. γοητεύω, κάνω κάποιον υποχείριο: Η ευγένεια και η προθυμία του αιχμαλωτίζουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακονίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. τροχίζω: Έδωσε τα μαχαίρια να ακονιστούν. 2. ασκώ, οξύνω το νου κάποιου: Τα μαθηματικά ακονίζουν το μυαλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”